Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Κάψε το σενάριο...



Μια καλοντυμένη νεαρή γυναίκα, η οποία δουλεύει σε πολυτελές γραφείο, μπροστά σε έναν υπολογιστή τελευταίας τεχνολογίας. Μητέρα η ίδια, που δεν χαλάει χατίρι στο παιδί της, του αγοράζει ακριβά παιχνίδια και μαζί με τον σύζυγό της ζουν όλοι σε ένα μεγάλο σπίτι, με όμορφο κήπο, σαν εκείνα που βλέπαμε παλιά στα ελληνικά σίριαλ της «χρυσής» εποχής. Είναι εικόνες από τηλεοπτικό σποτ γνωστής εταιρείας τροφίμων, βγαλμένες λες από άλλες εποχές, όταν όλα ήταν... αλλιώς. Όταν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είχαν δουλειές – και μάλιστα γραφείου κατά προτίμηση-, όταν είχαν χρήματα να αγοράζουν τα καλύτερα για τα παιδιά τους, όταν ζούσαν μια άνετη ζωή, όπου το «ευ ζην» κυριαρχούσε του «ζην».
Χωρίς να το θέλω, μελαγχόλησα. Διότι διαπίστωσα ότι υπάρχουν ακόμα διαφημιστές και διαφημιζόμενοι που επιμένουν να διαφημίζουν προϊόντα και υπηρεσίες με τη λογική της δεκαετίας του 1990 ή του 2000. Παρουσιάζοντας ακριβά σπίτια και αυτοκίνητα, αλλά και διαλόγους, από τους οποίους απουσιάζει παντελώς ο ορθολογισμός που απαιτεί η σημερινή εποχή. Και το ερώτημα είναι, γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως θεωρούν ότι με το να αγνοούν την πραγματικότητα και παρουσιάζοντας μια εξωραϊσμένη εικόνα για το ευρύτερο περιβάλλον των προϊόντων τους, κερδίζουν τον Έλληνα καταναλωτή; Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό. Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσα να δώσω είναι ότι προσπαθούν να «κρατήσουν» το κοινό τους, προσφέροντάς του εικόνες επίπλαστης ευημερίας, θεωρώντας ότι έτσι θα το κάνουν να νοσταλγήσει το παρελθόν και να αγοράσει το προϊόν, που ίσως τους το θυμίσει. Ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι διαφορετικό.
Προς Θεού, δεν λέω να φτιάχνουμε διαφημίσεις μιζέριας και κακομοιριάς. Άλλωστε αυτό δεν συνάδει με την ίδια τη φύση της διαφήμισης. Ωστόσο, καλό είναι να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τις ισορροπίες μεταξύ του εξωραϊσμού και της δύσκολης πραγματικότητας. Γιατί η διαφήμιση πρέπει να αντανακλά την κοινωνία και να μιλάει στους καταναλωτές με τον τρόπο που αυτοί είναι έτοιμοι να ακούσουν.
Ίσως δεν με είχε προβληματίσει τόσο πολύ η διαφήμιση αυτή, εάν αποτελούσε απλά την εξαίρεση. Δυστυχώς τους τελευταίους μήνες έχω δει αρκετές τέτοιες διαφημίσεις, κυρίως από την κατηγορία των τροφίμων. Η σημερινή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα πρέπει να προβληματίσει διαφημιστές και διαφημιζόμενους, όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και ουσιαστικά. Δεν είναι δυνατόν η διαφήμιση να προσπαθεί να προσεγγίζει τους καταναλωτές με στρατηγικές άλλων δεκαετιών. Μπορεί το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαφήμισης να είναι πραγματικά πολύ καλό – και τις περισσότερες φορές είναι-, ωστόσο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα οδηγήσει στην κινητοποίηση του καταναλωτή...

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Αμβλυμένες καταστάσεις, αποδομημένες λύσεις



Τα 4 τελευταία χρόνια της κρίσης, η ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας όλων μας έχει προβληθεί ως αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε να ανακάμψουμε ως πολίτες και ως χώρα. Όλοι συμφωνούμε σε αυτό. Τουλάχιστον εγώ δεν έχω συναντήσει κανένα Έλληνα που να μην πιστεύει ότι πρέπει να αλλάξουμε μυαλά. Από το να συμφωνούμε όμως να αλλάξουμε, μέχρι το να αλλάξουμε πραγματικά, η απόσταση είναι τεράστια. Και δυστυχώς, έχω την εντύπωση ότι είναι τόση όση η απόσταση της γης από το φεγγάρι. Γιατί το λέω αυτό; Διότι σε όλη αυτή τη συζήτηση δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα σε ποιους τομείς ακριβώς πρέπει να αλλάξουμε, με αποτέλεσμα ο κάθε ένας από εμάς να εκλαμβάνει τις αλλαγές κατά το δοκούν, οι οποίες κατά τεκμήριο αφορούν πρώτα τους άλλους και...λίγο εμάς. Τουλάχιστον τα γεγονότα αυτό δείχνουν. Μια βασική παράμετρος στην οποία πρέπει να αλλάξουμε όλοι είναι στο να «ανοίξουμε» το μυαλό μας, να μάθουμε να δεχόμαστε την άλλη άποψη, να εκτιμούμε τη δημιουργικότητα και να αποβάλλουμε τον εντελώς άστοχο δογματισμό του ότι όλοι μας καταδιώκουν και θέλουν το κακό μας. Όταν η καχυποψία περισσεύει διαρκώς, τα προβλήματα παραμονεύουν. Αφορμή για τις σκέψεις αυτές έδωσε η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Ελέγχου Επικοινωνίας να ζητήσει την τροποποίηση του μηνύματος «Ε ρε, Jumbo που σας χρειάζεται», το οποίο συνοδεύει την νέα διαφημιστική καμπάνια των Jumbo. To σκεπτικό της απόφασης είναι ότι το μήνυμα αυτό, που στοχεύει – σωστά, όπως διατείνεται το Σ.Ε.Ε. – στο να δείξει ότι κάποιοι πωλούν αδικαιολόγητα ακριβά προϊόντα και υπηρεσίες τους, ενδέχεται να θεωρηθεί ότι αφορά όλες τις επαγγελματικές επιχειρήσεις αδιακρίτως. Ωστόσο, πόσο αφελής πρέπει να είναι ένας τηλεθεατής ώστε να θεωρήσει ότι αυτό το μήνυμα αφορά όλες τις επιχειρήσεις; Το ερώτημα είναι ρητορικό, αφού εκτιμώ ότι ένας νοήμων άνθρωπος θα καταλάβει ότι προφανώς δεν τις αφορά όλες. Από την άλλη, γιατί είναι κακό να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους; Γιατί πρέπει διαρκώς να αμβλύνουμε και να ωραιοποιούμε τα προβλήματα, αποδομώντας έτσι τις λύσεις τους; Κατά τη γνώμη μου, το μήνυμα «Ε ρε, Jumbo που σας χρειάζεται» είναι πολύ δυνατό και με ισχυρή δυναμική. Και σίγουρα, από τα πλέον δυνατά των τελευταίων χρόνων. Κι όμως, αυτό το μήνυμα κάποιοι θεώρησαν ότι τους δημιουργεί πρόβλημα. Εκτιμώ ότι η αντίδραση της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου που ζήτησε τον σχετικό έλεγχο, ήταν υπερβολική. Η δημιουργικότητα και η καινοτομία απαιτούν «ανοικτά μυαλά», που ειλικρινά δεν ξέρω αν θα αποκτήσουμε ποτέ...

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ...

Η Ελλάδα χρεοκόπησε, Πορτογαλία και Ιρλανδία παλεύουν να το αποφύγουν, η Ιταλία μπήκε στο μάτι του κυκλώνα και δύσκολα θα ξεφύγει, Κύπρος, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία παίρνουν διαρκώς νέα μέτρα λιτότητας και υποβαθμίζονται από τους οίκους (προσωρινά η Γαλλία το απέφυγε αυτό). Το πρόβλημα της Ευρωζώνης τελικά δεν ήταν η Ελλάδα, απλά η χώρα αυτή ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος. Το πρόβλημα ήταν η ίδια η Ευρωζώνη, το ευρώ και ο τρόπος λειτουργίας τους. Νομισματική ένωση χωρίς πολιτική δεν νοείται. Και φυσικά η λύση είναι μια και ίσα που προλαβαίνουν: Ευρωομόλογα, τύπωμα χρήματος από την ΕΚΤ και τοποθέτησή του στην ευρωπαϊκή αγορά...χθες, με παράλληλη μείωση της έμμεσης φορολογίας για να κινηθεί η ευρωπαϊκή αγορά. Το χρέος των χωρών θα αυξηθεί βέβαια, αλλά με την ανάπτυξη που θα ακολουθήσει θα είναι πιο εύκολο να εξυπηρετηθεί. Οι διαρκείς περικοπές και τα μέτρα λιτότητας χωρίς αναπτυξιακά μέτρα θα οδηγήσουν μαθηματικά την Ευρωζώνη σε διάλυση. Αυτό το βλέπει και ένα μικρό παιδάκι που δεν έχει σπουδάσει στα ακριβά και κορυφαία διεθνή πανεπιστήμια που σπούδασαν αυτοί που μας κυβερνούν. Δεν βλέπουν την αλήθεια; Τη βλέπουν, αλλά υποτάχθηκαν στην φασιστική Γερμανία που θέλει να κάνει όλους τους Ευρωπαίους Γερμανούς, χωρίς να καταλαβαίνει ότι κάθε λαός έχει τις δικές του ιδιομορφίες και απαιτεί διαφορετική αντιμετώπιση. Η φασιστική Γερμανία ετοιμάζεται για 3η φορά να αιματοκυλίσει την Ευρώπη, αυτή τη φορά οικονομικά. ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ! Αν όμως θέλουν να μείνουν σε αυτό, ας το αποδείξουν έμπρακτα, δεχόμενοι τις παραπάνω κινήσεις που ούτως ή άλλως θα αναγκαστούν να πάρουν το πολύ σε ένα χρόνο από σήμερα. Ηλίθιους δεν έχουμε μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Και το όσκαρ ηλιθιότητας πάει στους Γερμανούς. Όσο για μας πρέπει να προχωρήσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά να σταματήσει...χθες η αφαίμαξη μισθωτών και συνταξιούχων. Να εστιάσουμε την προσοχή μας στην φοροδιαφυγή και μόνο εκεί. Και να κινηθούμε γρήγορα για την απορρόφηση των ΕΣΠΑ. Και φυσικά να σοβαρευτούμε σε όλα....

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Θέλω να γυρίσω στα παλιά...

Αναρωτιέμαι κι εγώ, λόγω της κρίσης, τι έχουμε και τι θα χάσουμε. Αλλά και παλιότερα αναρωτιόμουν γιατί να έχουμε τόσο συνδέσει τόσο πολύ την ευχαρίστηση με το χρήμα, γιατί το χρήμα να έχει γίνει κριτήριο αξιολόγησης προσώπων και πραγμάτων.
Θεωρώ "περιουσία" μου το ότι πρόλαβα να ζήσω κάποιες καταστάσεις που δεν υπάρχουν πια, και σας τις μεταφέρω: Η δεκαετία του 50, μετά τον πόλεμο, ήταν πολύ δύσκολη - για όλη την Ευρώπη, μου φαίνεται, αλλά σίγουρα για την Ελλάδα. Οι τότε νέοι εγκατέλειπαν μαζικά τα χωριά τους, τα οποία κόντεψαν να ερημώσουν ή και ερήμωσαν, για να μετεγκατασταθούν στην Αθήνα ή σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα. Τι κατάφεραν; Βρέθηκαν σε μια Βαβυλωνία (σας παραπέμπω στο θεατρικό έργο) και έζησαν καλύτερα, σύμφωνα με μια αντικειμενική θεώρηση, ουσιαστικά όμως δεν ξέρω πόσο καλύτερα. Θυσιάστηκαν για τις επόμενες γενιές, θα έλεγα, δημιουργώντας υποδομές, αλλά οι ίδιοι έζησαν συχνά με την πίκρα ότι ο γείτονας είχε περισσότερα και έδιναν υλικό για εκείνες τις μελοδραματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Στο χωριό μου (και υποθέτω και στα άλλα χωριά της Ελλάδας, που έμοιαζαν όλα με οικισμούς ΚΑΠΗ) οι εναπομείναντες ζούσαν σε συνθήκες φτώχιας, με σημερινές τιμές αμφιβάλλω αν διέθεταν περισσότερα από 200 ευρώ το μήνα. Όμως, και εδώ είναι το μαγικό: ούτε μαράζωσαν, ούτε έχασαν το χαμόγελό τους. Έμαθαν (ή μάλλον ήξεραν ήδη) να ζουν σε λιτότητα και να εφευρίσκουν τρόπους να περνούν καλά. Ήταν πάντα -αναγκαστικά- πιο κοινωνικοί, αντάλλασσαν επισκέψεις, τα καλοκαίρια κάθονταν εν σειρά στα πεζούλια έξω από τα σπίτια τους και κουβέντιαζαν και τραγουδούσαν, και η βραδινή διασκέδαση ήταν ένας περίπατος στον κεντρικό δρόμο του χωριού, πέρα-δώθε και ξανά και ξανά, όπου έλεγαν καλησπέρες. Ο εκκλησιασμός απηχούσε ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα αλλά αναγόταν και σε μια μορφή κοινωνικού event, και περίμεναν με λαχτάρα τα δυο-τρία πανηγύρια το χρόνο για να γλεντήσουν με την ψυχή τους. Αναγκαστικά δεν τους ένοιαζαν τα σινιέ ρούχα αλλά τους ένοιαζε να είναι καθαρά (και σιδερωμένα με το "βαποράκι") τα μπαλωμένα τους, αναγκαστικά δεν προβληματίζονταν για τι αυτοκίνητο θα αγοράσουν ή τι μοντέλο κινητού, αναγκαστικά δεν μπορούσαν να γεμίσουν τα άδεια σπίτια τους με είδη ντιζάιν. Αλλά σας βεβαιώνω ότι ένα κλωναράκι βασιλικού σε ένα ποτήρι -γιατί χρήματα για ανθοδοχείο δεν υπήρχαν- ήταν πανέμορφο.
Δεν θέλω να πω ότι ήταν όλα ειδυλλιακά, ειδικά αν έρχονταν ζόρικες καταστάσεις όπου το χρήμα ήταν πια απαραίτητο όχι για λόγους ματαιοδοξίας αλλά για λόγους ανάγκης, όμως χωρίς να το συνειδητοποιούν, ίσως, ζούσαν στο μεγαλείο της απλότητας. Πιθανότατα καλύτερα από τους μετανάστες που εξορίζονταν σε μακρινές συνοικίες της πόλης και ακόμα πιο πέρα (πρόλαβα τα Βριλήσσια σχεδόν ακατοίκητα) και που θλίβονταν με τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Και οι μετανάστες, ωστόσο, ξέροντας από τα παιδικά τους για οικονομικούς περιορισμούς, έβρισκαν τις δικές τους λύσεις. Με τα σινεμαδάκια, τις ταβερνούλες και τα πάρτυ ρεφενέ. Απλά και ανθρώπινα, που άφηναν τελικά ένα συναίσθημα ικανοποίησης και πληρότητας.
Η δική μου γενιά μπορεί να στερήθηκε πράγματα στα παιδικά της χρόνια, όμως όταν ήρθε η σειρά μας να δουλέψουμε η οικονομία είχε στρώσει και οι συνθήκες ήταν καλές. Πήραμε πολύ μεγαλύτερους μισθούς από τους πατεράδες μας, πιστέψαμε πως πιάσαμε την καλή για πάντα και αυτήν την πεποίθηση μεταδώσαμε στις επόμενες γενιές - σφάλμα. Μείναμε σε καλύτερα σπίτια, αποκτήσαμε αυτοκίνητο, μάθαμε ξαφνικά να πίνουμε ουίσκυ, βγαίναμε τα βράδια, θέλαμε κοσμοπολίτικες διακοπές, ανακαλύψαμε και τον εξ ΗΠΑ εισαγόμενο σοσιαλισμό για να μειώσουμε τις καταναλωτικές ενοχές μας. Βγάλαμε τα απωθημένα μας, πήραμε ψηλά τον αμανέ και ως εξελιγμένοι δώσαμε στα παιδιά τα πάντα από πολύ νωρίς: χαρτζηλίκι, παιδεία, ελευθερία. Μαζί με αυτά, τους δώσαμε και την ψευδαίσθηση μιας "ποιότητας ζωής" που ανατράπηκε παταγωδώς. Πάρε παιδί μου δώρο ένα αυτοκινητάκι (αληθινό) που τέλειωσες το Γυμνάσιο... πάρε λεφτά να βγεις απόψε... να πας διακοπές... αλλά τώρα, ζήσε με 600 ευρώ το μήνα.
Και θα ζούσε κανείς με 600 ευρώ το μήνα και θα έβαζε και πείσμα για περισσότερα, και θα πρόκοβε και ο ίδιος και ο τόπος συνολικά. Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Αλλά δεν έχει τη γνώση να το κάνει. Και εδώ είναι ο κόμπος.
Συμπαθάτε με για τη φλυαρία και κάπου πρέπει να καταλήξω, ναι; Το θέμα λοιπόν είναι ότι με το χρήμα περνάμε καλά, δεν λέω, αλλά δεν είναι το απόλυτο μέσο. Την αλήθεια θα τη δεις κατάματα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου όπου τελειώνουν όλα και όπου δεν υπάρχει χώρος ούτε να παρκάρεις το ακριβό σου αυτοκίνητο, ούτε να φέρεις τα ντιζάιν σου, ούτε υπάρχει λόγος να φορέσεις τα σινιέ σου. Η αλήθεια δεν είναι "εκεί έξω" - είναι μέσα μας. "Εκεί έξω" είναι μια επιφανειακή, επίπλαστη πραγματικότητα εύκολα ανατρέψιμη. Έχουμε μάθει να εστιάζουμε εκεί. Όχι. Να ξαναμάθουμε να κοιτάζουμε μέσα μας, να ξεκαθαρίζουμε τις πραγματικές μας ανάγκες και να μην παρασυρόμαστε από τα φανταχτερά και τα όσα παίρνει ο άνεμος.
Συγγνώμη, δεν κάνω ηθικοπλαστικό μάθημα. Είναι αυτά που σκέπτομαι καθημερινά, όταν βλέπω πια ένα σπίτι γεμάτο με δήθεν που τίποτα δεν θα πάρω μαζί μου. Μη μας τρομάζουν λοιπόν οι κρίσεις, ο άνθρωπος είναι προσαρμοστικό ον. Η πολυτέλεια δεν μας είναι απαραίτητη. Μας είναι απαραίτητος ο εαυτός μας και μας είναι απαραίτητοι οι άλλοι - θα το διαπιστώσουμε όταν πάψουμε να τους βλέπουμε ως κομπάρσους στα βράδια μας και καθίσουμε στην πεζούλα πλάι τους.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Για τ' όνομα του Θεού, επιστρέψτε στο marketing

Εδώ και πολλά χρόνια ήταν φανερό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο χώρο του Τύπου και των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν το Χρηματιστήριο Αθηνών είχε απογειωθεί, στο χώρο εισρεύσαν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, ποσά που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ο όγκος της ελληνικής αγοράς. Τα χρήματα αυτά δεν επενδύθηκαν με ορθολογικό και στρατηγικό τρόπο, αλλά κατευθύνθηκαν σε άλλους τομείς, που ουδεμία σχέση είχαν με τον Τύπο. Το αποτέλεσμα ήταν η φαινομενική ανάπτυξη του κλάδου τη δεκαετία του 2000 να κρύβει μέσα της παθογένειες τις οποίες όλοι έβαζαν κάτω από το χαλί, ελπίζοντας στην...αυτορύθμισή τους. Όλα αυτά τα χρόνια ο κλάδος έγινε υπερτροφικός. Εκατοντάδες μέσα εμφανίζονταν, που λειτουργούσαν κυρίως με τα κρατικά διαφημιστικά κονδύλια, τα οποία επενδύονταν με ανορθόδοξους τρόπους. Το κράτος διεύρυνε διαρκώς τα διαφημιστικά του κονδύλια και τα μέσα αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Το παραμύθι όμως αυτό δεν είχε ωραίο τέλος. Η φούσκα έσκασε και γι’ αυτό δεν φταίει ούτε η κρίση, ούτε το Δ.Ν.Τ, ούτε ο συμπαθής κατά τα άλλα Πόουλ Τόμπσεν. Αργά ή γρήγορα αυτό θα συνέβαινε. Και όλα αυτά διότι τα μέσα είχαν ξεχάσει το marketing. Όπως μου έλεγε πρόσφατα Εμπορικός Διευθυντής μεγάλης κυριακάτικης εφημερίδας «η δουλειά μας ήταν 90% politics και 10% marketing». Όλα λειτουργούσαν με τον αυτόματο πιλότο. Και στα έντυπα και στην τηλεόραση. Κανείς δεν προσπάθησε να εφαρμόσει στρατηγικές marketing και όσοι το προσπάθησαν, πολύ γρήγορα απορρίφθηκαν από το σύστημα. Σήμερα λοιπόν, που η κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό σημείο, όλοι «κλαίνε» πάνω από τα ερείπια με κροκοδείλια δάκρυα, ενώ γνωρίζουν την ουσία του προβλήματος.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Τα παιδιά των λουκουμιών...



Η οικονομική κρίση μας έπιασε όλους, λίγο ως πολύ, στον ύπνο - πάνω που βλέπαμε υπέροχα ευδαιμονικά όνειρα। Και τώρα; Τι θα γίνουμε με τους βαρβάρους;Θα δείξει. Εμάς όμως, που διάγουμε τα -ήντα, μας θυμίζει κάποιες άλλες εποχές, όπου η λιτότητα ήταν τρόπος ζωής και η φτώχια ήθελε καλοπέραση. Και, παρά τη φτώχια, είχαμε και την ντόλτσε βίτα. Τουλάχιστον στη γεύση… Με εκείνα τα ανεπανάληπτα γλυκά του κουταλιού, που με τόση επιμέλεια (και οικονομική σύνεση) ετοίμαζαν οι νοικοκυρές, αλλά κάπου-κάπου και με γλυκά του εμπορίου. Από τις καραμέλλες (ναι, τότε οι καραμέλλες είχαν αξία) και τις σοκολάτες του περιπτέρου, μέχρι τα συσκευασμένα συριανά λουκούμια – από κοντά και οι περίφημες συριανές χαλβαδόπιτες. Μια έξτρα γεύση των συριανών λουκουμιών, ήταν το ότι δεν τα έβρισκες όπου κι όπου. Τις περισσότερες φορές, αυτά συνδυάζονταν με ένα ταξίδι στο Αιγαίο. Τότε, ήταν πολύ συνηθισμένο τα καράβια να συμπεριλαμβάνουν στα δρομολόγιά τους και τη Σύρο – την Ερμούπολη, πιο συγκεκριμένα, πρωτεύουσα των Κυκλάδων κι αρχόντισσα, και φημισμένη για τις γευστικές παραδόσεις της. Δεν προλάβαινε το καράβι να δέσει στο λιμάνι, και το πλησίαζαν με βάρκες οι πωλητές των λουκουμιών, που κατάφερναν να ανέβουν εν ριπή οφθαλμού –κάτι σαν πειρατικό ρεσάλτο– και να διαλαλήσουν το εμπόρευμά τους, που το μετέφεραν σε καλάθια. Μαζί με το εμπόρευμα, διαλαλούσαν και τα ονόματα των παρασκευαστών. Που με τη σειρά τους, είχαν ξεχωριστές θέσεις στον αστερισμό της γλυκύτητας. Κάποιοι υπάρχουν και σήμερα, συνεχίζοντας την παράδοση.
Αλλά και πάλι, τα “ταπεινά” λουκούμια δεν γίνονταν κτήμα όλων των ταξιδιωτών, μιας και τα πενιχρά οικονομικά δεν επέτρεπαν πάντα τέτοιες... ακρότητες. Και τώρα;
Θα επιστρέψουμε στην εποχή των λουκουμιών; Πάνω που είχαμε καλομάθει με εκείνα τα “φρέσκα” γλυκά του ζαχαροπλαστείου; Τουλάχιστον, ας μη φτάσουμε πλήρως: γιατί τότε, αφού απολαμβάναμε και το τελευταίο λουκούμι, κρατούσαμε και το κουτί – για να εξοικομήσουμε και το κόστος αγοράς μιας “θήκης” που όλο και σε κάτι θα χρειαζόταν

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΟΜΕΡ ΒΡΥΩΝΗΣ

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον...










Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ' , ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές- την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου. μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Κ. Π. Καβάφης


Kαληνύχτα Ελλάδα μου, γλυκιά μου πατρίδα....