Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ...

Τελικά μάλλον πίστευα λάθος πράγματα τόσα χρόνια. Μάλλον ζούσα σε μια μεγάλη αυταπάτη και δεν το είχα καταλάβει. Τώρα όμως, είδα το φως το αληθινό και το κατάλαβα. Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ παιδιά. Λάθος έκανα, λάθος αισθανόμουν.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί έχω να πάω 4 χρόνια στην Τούμπα, άσχετα αν έχω φτιάξει πλέον μια οικογένεια, με δύο υπέροχα παιδιά – δόξα το Θεό! – και με μια δουλειά πολύ πολύ απαιτητική, όχι για 8 ώρες την ημέρα, αλλά για 18 ώρες, ακόμα και τα σαββατοκύριακα.
Δεν είναι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί δεν συμμετείχα στις μεγάλες διαδηλώσεις στην προ Ζαγοράκη εποχή, με τα επεισόδια στη ΔΕΘ και το κυνηγητό από τα ΜΑΤ, αν και δεν έχω πλέον το δικαίωμα να εκθέτω τον εαυτό μου σε κινδύνους, αφού δύο ανήλικα παιδιά περιμένουν από εμένα να τα φροντίσω και να τα βγάλω στην κοινωνία δυνατά. Και με θέλουν δίπλα τους.
Δεν είναι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί δεν έχω πάει στις Γενικές Συνελεύσεις της ΠΑΕ. Αν και μέτοχος της ΠΑΕ με διπλάσιο ποσό από αυτό που μπορούσα θεωρητικά να δώσω.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί έχω να πατήσω στην Πυλαία, επίσης 4 χρόνια. Το αν κλαίω σε κάθε ήττα της ομάδας, αν πονάω και αν δακρύζω με την κατάντια του μπασκετικού ΠΑΟΚ δεν έχει καμία σημασία. Το αν έχω πάει στη Γενεύη το 1991 φέρνοντας το Κύπελλο Κυπελλούχων στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη, επίσης. Το ότι έχω κυνηγηθεί από γαύρους στο ΣΕΦ, όντας εντελώς μόνος, δεν έχει σημασία. Το ότι έχω φάει ξύλο από πανιώνιους στο κλειστό της Νέας Σμύρνης το 1993 δεν έχει σημασία. Ας πρόσεχα…
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί στο τελικό της Νέας Φιλαδέλφειας με το γαύρο, δεν ήμουν στους ΠΑΟΚΤΣΗΔΕΣ, αλλά στην εξέδρα των επισήμων, απλά και μόνο επειδή δεν είχα την άκρη στους συνδέσμους να βρω εισιτήριο εκεί. Και γι’ αυτό πήγα στο γήπεδο εντελώς μόνος, κλείνοντας μέσα στην ψυχή μου τη χαρά και την υπερηφάνεια μου εκείνες τις ώρες, μη θέλοντας να τις εξωτερικεύσω στους γύρω μου και προκαλέσω φασαρίες. Έκατσα ήσυχα-ήσυχα και μετά επίσης ήσυχα έφυγα για το σπίτι μου. Εκεί βέβαια, έβγαλα τη σημαία του ΠΑΟΚ στο μπαλκόνι μου και άναψα και βεγγαλικά σαν τον τρελό, και φώναζα από τη χαρά μου, μόνος μου, χωρίς να έχω δίπλα μου κανέναν ομοϊδεάτη μου να μοιραστεί τη χαρά μου. Δεν έχει όμως σημασία, δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί δεν πιστεύω ότι οι οργανωμένοι οπαδοί έχουν πάντα δίκιο.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί δεν έχω πρόβλημα αν το νέο γήπεδο δεν γίνει στην Τούμπα. Για μένα αρκεί να είναι στη Θεσσαλονίκη και να είναι απλά αντάξιο του μεγαλείου της ομάδας μας. Θα ήταν βέβαια καλύτερα να γίνει στην Τούμπα. Αλλά εάν δεν είναι εφικτό, ας μην γίνει εκεί. Για αυτή μου την άποψη, δεν αξίζει να είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί δεν «δείχνω» ΠΑΟΚ. Το ότι φοράω παοκτσίδικο βραχιολάκι, έχω μπρελόκ ΠΑΟΚ, φοράω φουτεράκια με το δικέφαλο ακόμα και στη δουλειά μου, το κινητό μου χτυπάει στον ύμνο του ΠΑΟΚ όπου κι αν βρίσκομαι, δεν έχει σημασία. Το ότι έχω γεμίσει το δωμάτιό μου και το σπίτι μου με λάβαρα, φωτογραφίες και σημαίες του ΠΑΟΚ –ακόμα και στο σαλόνι, που γκρινιάζει η γυναίκα μου – δεν έχει σημασία. Εγώ, δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί μέχρι πριν 2 χρόνια δεν είχα φίλους ΠΑΟΚΤΣΗΔΕΣ. Και ήμουν ολομόναχος, χωρίς να μπορώ να δω ένα παιχνίδι με ομοϊδεάτες μου, να χαρώ ή να στεναχωρηθώ μαζί τους! Να τους αγκαλιάσω σε ένα γκολ, να κλάψω μαζί τους σε μια ήττα.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί δεν μένω στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια ακούω από το internet σταθμούς της Θεσσαλονίκης και εκείνους που μιλούν για τον ΠΑΟΚ. Δεν έχει όμως σημασία.
Δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ γιατί και τα δύο μου παιδιά δεν έχουν πάει ακόμα στην Τούμπα. Άσχετα αν το δωμάτιό τους είναι ασπρόμαυρο, γεμάτο κασκόλ, σημαίες, λάβαρα και λούτρινα κουκλάκια του ΠΑΟΚ. Άσχετα αν ο γιός μου ήδη πηγαίνει με τη φανέλα του ΠΑΟΚ στο σχολείο του στην Αθήνα και έχει αρχίσει να δέχεται τα πυρά των φίλων του. Ειρωνείες, πειράγματα και άλλα ωραία. Ήδη νιώθει στο πετσί του τι σημαίνει να είσαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ στην Αθήνα. Αλλά δεν έχει σημασία, εγώ δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ…
Είναι πολύ πικρό τόσα χρόνια να ζεις μέσα στην πλάνη…
Παιδιά, δεν είμαι ΠΑΟΚΤΣΗΣ…

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

"Ο καθένας μπορεί να λέει ότι...θέλω"

Το 2004 ήταν κάτι σαν εθνικός ήρωας. Η ανέλπιστη επιτυχία της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου να στεφθεί Πρωταθλήτρια Ευρώπης υπό την καθοδήγησή του, τον μετέτρεψε ξαφνικά σε ημίθεο, σε άνθρωπο που έδωσε όραμα και δυναμική σε μια ομάδα ανθρώπων που δεν είχε. Ήταν η εποχή που ο Ρεχάγκελ έγινε...Ρεχακλής και η γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία έριχνε στα πόδια του αμέτρητα χρήματα για να αναλάβει την γερμανική εθνική ομάδα ποδοσφαίρου.
Όταν κόπασε “η αντάρα η μεγάλη” από το θρίαμβο και όταν ο θρυλικός πλέον «Σάββας» της Nova…επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκίνησε ένας ατέλειωτος κύκλος συζητήσεων για τη φιλοσοφία του Ρεχάγκελ, για την ιδιοσυγκρασία του, για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται πρόσωπα και καταστάσεις. Τότε ήταν που η θρυλική πλέον ατάκα του, «ο καθένας μπορεί να λέει ότι...θέλω» (!), έγινε σύνθημα όχι μόνο στο χώρο του αθλητισμού, αλλά και στο χώρο των επιχειρήσεων.
Μπορεί όμως η φιλοσοφία του «ο καθένας μπορεί να λέει ότι… θέλω», να υιοθετηθεί και στο χώρο του management επιχειρήσεων; Ποια είναι η χρυσή ισορροπία για έναν manager; Σε τι βαθμό πρέπει να επηρεάζει τις αποφάσεις του η γνώμη των υπολοίπων στελεχών και πόσο μπορεί να εμπιστεύεται τη δική του διαίσθηση; Δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, αφού κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, με τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ωστόσο η στάση ζωής του Ρεχάγκελ «πέρασε» σε πολλούς managers. Κάποιοι μάλιστα διαπίστωσαν ότι έκρυβαν μέσα τους έναν μικρό Ρεχάγκελ χωρίς να το γνωρίζουν. Κάποιοι από αυτούς αισθάνθηκαν...όμορφα όταν το ανακάλυψαν και κάποιοι...τρόμαξαν. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν συνταγές για την απόλυτη επιτυχία, αφού αν ήταν έτσι, κανείς δεν θα διέπραττε λάθη. Οι εταιρείες θα έκαναν επιτυχημένες κινήσεις, όλα τα προϊόντα θα ήταν καλά, όλοι οι managers θα ήταν κορυφαίοι, όλες οι επιχειρήσεις θα ήταν κερδοφόρες. Πολύ ωραίο για να είναι αληθινό...
Τότε τι μπορεί να «κρατήσει» κανείς από μια τόσο «αιρετική» άποψη; Μα φυσικά την προσωπική αναζήτηση του ποσοστού ισορροπίας των δύο αυτών απόψεων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι και εκείνο που κρίνει την επιτυχία του έργου ενός manager.
Γιατί η αλήθεια, βρίσκεται κάπου στη μέση. Θα έλεγα μάλιστα, ότι σε κάθε πρόβλημα, σε κάθε γεγονός, σε κάθε ζήτημα, η απάντηση δεν είναι στο μαύρο ή στο άσπρο. Στο ναι ή στο όχι. Στο πρέπει ή στο δεν πρέπει. Αλλά κάπου ενδιάμεσα. Το ίδιο και στη διοίκηση επιχειρήσεων. Από τη μια, δεν μπορεί ο manager να αγνοεί τις απόψεις, τις προτάσεις και τους προβληματισμούς των υφισταμένων του, αφού δεν εργάζεται μόνος του σε μια επιχείρηση, και από την άλλη δεν γίνεται να πορεύεται διαρκώς μόνο με τη δική του αίσθηση των πραγμάτων. Οι μεγαλύτερες συγκρούσεις σε επίπεδο ανώτατης και ανώτερης διοίκησης μεγάλων επιχειρήσεων προήλθαν ακριβώς επειδή οι εμπλεκόμενοι δεν κατάφεραν να βρουν την χρυσή ισορροπία αυτού του προβληματισμού. Δεν πέτυχαν τη σωστή χημεία που είναι βασικό προαπαιτούμενο της ομαλής διοίκησης μιας εταιρείας.
Από την άλλη πλευρά, το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για ένα manager να βρει αυτή την ισορροπία εξαρτάται από τις γνώσεις του, το χαρακτήρα του, τα προσωπικά βιώματα, τη διορατικότητά του, την προσαρμόστικότητά του, τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται και να αποκωδικοποιεί άμεσα και σωστά τα μηνύματα που λαμβάνει. Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια επίπονη και πολλές φορές επώδυνη διαδικασία. Όποιος την φέρει επιτυχώς εις πέρας όμως είναι και ο νικητής. Και αυτό που λέμε «καλός manager».
Αυτές είναι κάποιες απλές αλλά ουσιαστικές σκέψεις που κάνω αυτές τις μέρες, με αφορμή την οικονομική κρίση και τον τρόπο αντιμετώπισής της από τους managers..